επέρειση

επέρειση
η (AM ἐπέρεισις) [επερείδω]
στήριξη
αρχ.
1. (για αίσθημα) σύγκρουση
2. διεύθυνση βλέμματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπερείσῃ — ἐπερείσηι , ἐπέρεισις pressure fem dat sg (epic) ἐπερείδω drive against aor subj mid 2nd sg ἐπερείδω drive against aor subj act 3rd sg ἐπερείδω drive against fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποτζιατούρα — η ή επέρειση, η μουσ. καλλωπιστικός φθόγγος που έχει επεκταθεί και στη συγχορδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. appoggiatura, τ. με κυριολεκτική σημασία «στήριξη, στήριγμα» < ρ. appoggiare «στηρίζω, υποστηρίζω, ακουμπώ» < (δημ. λατ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”